- θηλυγόνος
- θηλυγόνοςgenerating femalesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηλυγόνος — ο (Α θηλυγόνος, ον) 1. αυτός που γεννά τέκνα θηλυκού γένους 2. (θοτ.) το ουδ. ως ουσ. το θηλυγόνο(ν) φυτό για το οποίο πίστευαν ότι συνεργούσε σε θηλυγονία, η θήλεια λινόζωστις, κν. σήμερα ξυγκάκι ή ξυγκόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γόνος (<… … Dictionary of Greek
θηλυγόνον — θηλυγόνος generating females masc/fem acc sg θηλυγόνος generating females neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυγόνα — θηλυγόνος generating females neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυγόνοι — θηλυγόνος generating females masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυγόνους — θηλυγόνος generating females masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυγονώ — θηλυγονῶ, έω (Α) [θηλυγόνος] είμαι θηλυγόνος, γεννώ μόνο θηλυκά τέκνα … Dictionary of Greek
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
θηλυγονία — η (Α θηλυγονία) [θηλυγόνος] η γέννηση μόνο θηλυκών τέκνων, η θηλυτοκία αρχ. συγγένεια από μητέρα … Dictionary of Greek
θηλυγονικός — ή, ό [θηλυγόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλυγονία … Dictionary of Greek
ՆՇՕՇ — ( ) NBH 2 0438 Chronological Sequence: Unknown date, 18c գ. որ եւ ԿԱՏԱՂԻ. Անուն խոտոյ. որպէս յն. θηλυγόνος . (որպէս թէ՝ իգածին). ուստի առնու Ստեփ. լեհ. գրել այսպէս. *Խոտ, որոյ տերեւքն են նման ձիթենւոյ. եւ ըմպելին զէգս ծնանիʼʼ: Իսկ ի բառս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)